χειράγρα

χειράγρα
χειράγρ-α, ,
A gout in the hand, Asclep. ap. Gal.13.1026. Ptol.Tetr. 153 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειράγρα — χειράγρᾱ , χειράγρα gout in the hand fem nom/voc/acc dual χειράγρᾱ , χειράγρα gout in the hand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειράγρα — η, ΝΑ αρθρίτιδα τού άκρου χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ άγρα). Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chiragra, γαλλ. chiragre] …   Dictionary of Greek

  • χειράγρας — χειράγρᾱς , χειράγρα gout in the hand fem acc pl χειράγρᾱς , χειράγρα gout in the hand fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειράγραι — χειράγρᾱͅ , χειράγρα gout in the hand fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειράγραν — χειράγρᾱν , χειράγρα gout in the hand fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραγρῶν — χειράγρα gout in the hand fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειράγρην — χειράγρα gout in the hand fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραγρικός — ή, όν, Α [χειράγρά] αυτός που πάσχει από χειράγρα …   Dictionary of Greek

  • quiragra — (Del lat. chiragra.) ► sustantivo femenino MEDICINA Enfermedad de gota que afecta a la mano. * * * quiragra (del lat. «chirāgra») f. *Gota de las manos. * * * quiragra. (Del lat. chirāgra, y este del gr. χειράγρα). f. Gota de las manos …   Enciclopedia Universal

  • βελονάγρα — η χειρουργική λαβίδα με την οποία βγάζουν βελόνα που έχει μπει βαθιά στο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνη + αγρα (πρβλ. ποδάγρα, χειράγρα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γονατάγρα — η ουρική αρθρίτιδα εντοπισμένη στο γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνατο + αγρα* (πρβλ. αγκωνάγρα, ποδάγρα, χειράγρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”